ανοστεύω

ανοστεύω
βλ. ανοσταίνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανοσταίνω — κ. ανοστεύω κ. ανοστίζω 1. γίνομαι άνοστος 2. γίνομαι άχαρος, σαχλός, κρύος 3. κάνω κάτι άνοστο, ανούσιο, άχαρο …   Dictionary of Greek

  • ξανοστεύω — 1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω 2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε) * + ανοστεύω (< άνοστος)] …   Dictionary of Greek

  • ανοσταίνω — υνα, και ανοστεύω εψα, και ανοστίζω ισα (χωρίς άλλους χρόνους) 1. μτβ., κάνω κάτι άνοστο: Το ανόστισες το φαΐ με το νερό που έβαλες. 2. αμτβ., γίνομαι άνοστος, άσχημος: Αυτός ο άνθρωπος όσο πάει κι ανοσταίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”